- ζαμπόνι
- το-ιού, και ζαμπόν, το άκλ. (λ. γαλλ.), χοιρινό, κυρίως, κρέας κονσερβοποιημένο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζαμπόν — το (άκλ., λ. γαλλ.), βλ. ζαμπόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)